- παγίδε(υ)μα
- το, -ατοςη παγίδα, το εμπόδιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παγιδεύω — παγίδεψα, παγιδεύτηκα, παγιδε(υ)μένος. 1. στήνω παγίδα: Για να πιάσεις την αλεπού πρέπει να παγιδέψεις το πέρασμά της. 2. εξαπατώ, ξεγελώ: Τον παγίδεψε με τα γραμμάτια που έδωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)